Ο ΒΡΑΧΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΥΜΑ
Πως θα θέλατε να ακούσετε αυτό το ποίημα; Διαλέγουν πως θα καθίσουν και γίνεται ανάγνωση του ποιήματος, χωρίς καμία επεξήγηση. Καταγράφουμε εντυπώσεις και προτάσεις:
Το κύμα που ήταν στη θάλασσα έγινε φίλος με το βράχο.
Τσακωθήκανε.
Δυο άνθρωποι, που τον έναν τον έλεγαν βράχο και τον άλλον κύμα μαλώνανε.
Το κύμα έριξε κάτω τον βράχο.
Ο βράχος κοιμήθηκε.
Το κύμα που ήταν στη θάλασσα έγινε φίλος με το βράχο.
Τσακωθήκανε.
Δυο άνθρωποι, που τον έναν τον έλεγαν βράχο και τον άλλον κύμα μαλώνανε.
Το κύμα έριξε κάτω τον βράχο.
Ο βράχος κοιμήθηκε.
Ο βράχος και το κύμα
«Μέριασε, βράχε, να διαβώ!» το κύμα ανδρειωμένο
λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο.
«Μέριασε! μες τα στήθη μου, που 'σαν νεκρά και κρύα
μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.
Αφρούς δεν έχω γι' άρματα, κούφια βοή γι' αντάρα,
έχω ποτάμι αίματα, με θέριεψε η κατάρα
του κόσμου, που βαρέθηκε, του κόσμου που 'πε τώρα:
«Βράχε, θα πέσεις, έφτασεν η φοβερή σου η ώρα!»
Όταν ερχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο,
και σο 'γλυφα και σο 'πλενα τα πόδια δουλωμένo,
περήφανα μ' εκοίταζες και φώναζες του κόσμου,
να δει την καταφρόνεση που πάθαινε ο αφρός μου.
Κι αντίς εγώ κρυφά-κρυφά, εκεί που σε φιλούσα,
μέρα και νύχτα σ'έσκαφτα τη σάρκα σου εδαγκούσα
και την πληγή που σ' άνοιγα, το λάκκο που 'θε κάμω,
με φύκη τον επλάκωνα, τον έκρυβα στον άμμο.
Σκύψε να ιδείς τη ρίζα σου στης θάλασσας τα βύθη,
τα θέμελά σου τα 'φαγα, σ' έκαμα κουφολίθι.
Μέριασε, βράχε, να διαβώ! Του δούλου το ποδάρι
θα σε πατήσει στο λαιμό...Εξύπνησα λιοντάρι...»
λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο.
«Μέριασε! μες τα στήθη μου, που 'σαν νεκρά και κρύα
μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.
Αφρούς δεν έχω γι' άρματα, κούφια βοή γι' αντάρα,
έχω ποτάμι αίματα, με θέριεψε η κατάρα
του κόσμου, που βαρέθηκε, του κόσμου που 'πε τώρα:
«Βράχε, θα πέσεις, έφτασεν η φοβερή σου η ώρα!»
Όταν ερχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο,
και σο 'γλυφα και σο 'πλενα τα πόδια δουλωμένo,
περήφανα μ' εκοίταζες και φώναζες του κόσμου,
να δει την καταφρόνεση που πάθαινε ο αφρός μου.
Κι αντίς εγώ κρυφά-κρυφά, εκεί που σε φιλούσα,
μέρα και νύχτα σ'έσκαφτα τη σάρκα σου εδαγκούσα
και την πληγή που σ' άνοιγα, το λάκκο που 'θε κάμω,
με φύκη τον επλάκωνα, τον έκρυβα στον άμμο.
Σκύψε να ιδείς τη ρίζα σου στης θάλασσας τα βύθη,
τα θέμελά σου τα 'φαγα, σ' έκαμα κουφολίθι.
Μέριασε, βράχε, να διαβώ! Του δούλου το ποδάρι
θα σε πατήσει στο λαιμό...Εξύπνησα λιοντάρι...»
Ο βράχος εκοιμότουνε. Στην καταχνιά κρυμμένος,
αναίσθητος σου φαίνεται, νεκρός, σαβανωμένος.
Του φώτιζαν το μέτωπο, σχισμένο από ρυτίδες,
του φεγγαριού, που 'ταν χλωμό, μισόσβηστες αχτίδες.
Ολόγυρα του ονείρατα, κατάρες ανεμίζουν
και στον ανεμοστρόβιλο φαντάσματα αρμενίζουν,
καθώς ανεμοδέρνουνε και φτεροθορυβούνε
τη δυσωδία του νεκρού τα όρνια αν μυριστούνε.
αναίσθητος σου φαίνεται, νεκρός, σαβανωμένος.
Του φώτιζαν το μέτωπο, σχισμένο από ρυτίδες,
του φεγγαριού, που 'ταν χλωμό, μισόσβηστες αχτίδες.
Ολόγυρα του ονείρατα, κατάρες ανεμίζουν
και στον ανεμοστρόβιλο φαντάσματα αρμενίζουν,
καθώς ανεμοδέρνουνε και φτεροθορυβούνε
τη δυσωδία του νεκρού τα όρνια αν μυριστούνε.
Το μούγκρισμα του κύματος, την άσπλαχνη φοβέρα,
χίλιες φορές την άκουσεν ο βράχος στον αθέρα
ν' αντιβοά τρομαχτικά χωρίς καν να ξυπνήσει,
και σήμερα ανατρίχιασε, λες θα λιγοψυχήσει.
«Κύμα, τι θέλεις από με και τι με φοβερίζεις;
Ποιος είσαι συ κι ετόλμησες, αντί να με δροσίζεις,
αντί με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις,
και με τα κρύα σου νερά τη φτέρνα μου να πλένεις,
εμπρός μου στέκεις φοβερό, μ' αφρούς στεφανωμένο;
Όποιος κι αν είσαι μάθε το, εύκολα δεν πεθαίνω!»
χίλιες φορές την άκουσεν ο βράχος στον αθέρα
ν' αντιβοά τρομαχτικά χωρίς καν να ξυπνήσει,
και σήμερα ανατρίχιασε, λες θα λιγοψυχήσει.
«Κύμα, τι θέλεις από με και τι με φοβερίζεις;
Ποιος είσαι συ κι ετόλμησες, αντί να με δροσίζεις,
αντί με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις,
και με τα κρύα σου νερά τη φτέρνα μου να πλένεις,
εμπρός μου στέκεις φοβερό, μ' αφρούς στεφανωμένο;
Όποιος κι αν είσαι μάθε το, εύκολα δεν πεθαίνω!»
«Βράχε, με λένε Εκδίκηση. Μ' επότισεν ο χρόνος
χολή και καταφρόνεση. Μ' ανάθρεψεν ο πόνος.
Ήμουνα δάκρυ μια φορά και τώρα κοίταξέ με,
έγινα θάλασσα πλατιά, πέσε, προσκύνησέ με.
Εδώ μέσα στα σπλάχνα μου, βλέπεις, δεν έχω φύκη,
σέρνω ένα σύγνεφο ψυχές, ερμιά και καταδίκη,
ξύπνησε τώρα, σε ζητούν του άδη μου τ' αχνάρια...
Μ' έκαμες ξυλοκρέβατο... Με φόρτωσες κουφάρια...
Σε ξένους μ' έριξες γιαλούς... Το ψυχομάχημά μου
το περιγέλασαν πολλοί και τα πατήματά μου
τα φαρμακέψανε κρυφά με την ελεημοσύνη.
Μέριασε βράχε, να διαβώ, επέρασε η γαλήνη,
καταποτήρας είμαι εγώ, ο άσπονδος εχθρός σου,
γίγαντας στέκω εμπρός σου!»
χολή και καταφρόνεση. Μ' ανάθρεψεν ο πόνος.
Ήμουνα δάκρυ μια φορά και τώρα κοίταξέ με,
έγινα θάλασσα πλατιά, πέσε, προσκύνησέ με.
Εδώ μέσα στα σπλάχνα μου, βλέπεις, δεν έχω φύκη,
σέρνω ένα σύγνεφο ψυχές, ερμιά και καταδίκη,
ξύπνησε τώρα, σε ζητούν του άδη μου τ' αχνάρια...
Μ' έκαμες ξυλοκρέβατο... Με φόρτωσες κουφάρια...
Σε ξένους μ' έριξες γιαλούς... Το ψυχομάχημά μου
το περιγέλασαν πολλοί και τα πατήματά μου
τα φαρμακέψανε κρυφά με την ελεημοσύνη.
Μέριασε βράχε, να διαβώ, επέρασε η γαλήνη,
καταποτήρας είμαι εγώ, ο άσπονδος εχθρός σου,
γίγαντας στέκω εμπρός σου!»
Ο βράχος εβουβάθηκε. Το κύμα στην ορμή του
εκαταπόντησε μεμιάς το κούφιο το κορμί του.
Χάνεται μες την άβυσσο, τρίβεται, σβήεται, λιώνει
σα να 'ταν από χιόνι.
Επάνωθέ του εβόγγιζε για λίγο αγριεμένη
η θάλασσα κι εκλείστηκε. Τώρα δεν απομένει
στον τόπο που 'ταν το στοιχειό, κανείς παρά το κύμα,
που παίζει γαλανόλευκο επάνω από το μνήμα.
εκαταπόντησε μεμιάς το κούφιο το κορμί του.
Χάνεται μες την άβυσσο, τρίβεται, σβήεται, λιώνει
σα να 'ταν από χιόνι.
Επάνωθέ του εβόγγιζε για λίγο αγριεμένη
η θάλασσα κι εκλείστηκε. Τώρα δεν απομένει
στον τόπο που 'ταν το στοιχειό, κανείς παρά το κύμα,
που παίζει γαλανόλευκο επάνω από το μνήμα.
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
-Να το ακούσουμε τώρα σαν παραμύθι;
Ο βράχος και το κύμα
Μέσα σε θάλασσα σκοτεινή, σε μια άλλη εποχή,
στεκότανε βράχος δυνατός, περήφανος, καμαρωτός.
Και ένα κύμα ανδρειωμένο, θολό και μελανιασμένο
τον πλησιάζει θαρρετά με λόγια
απειλητικά.
-Μέριασε βράχε να διαβώ, γίνε
χίλια κομμάτια
Μαυρίλα στη ψυχή μου κουβαλώ και
όχι ολόχρυσα παλάτια.
Ο βράχος το βλέπει και γελά με το
θράσος που κουβαλά.
Μα το κύμα συνεχίζει:
Οι αφροί μου δεν έχουν άρματα και
η βοή μου αντάρα.
Είμαι γεμάτο αίματα και μια
σκληρή κατάρα.
Του κόσμου που κουράστηκε, του
κόσμου που λέει τώρα
«Βράχε θα πέσεις έφτασε, η φοβερή
σου ώρα»
Ο βράχος του εμίλησε:
Ποιος είσαι εσύ που θα μου πεις,
να κάνω εγώ πιο πέρα,
όταν εσύ με προσκύναγες τη νύχτα
και τη μέρα;
Θυμάσαι που μου ’πλενες και μου
΄γλυφες τα πόδια
και ο κόσμος σε κορόιδευε χωρίς
λίγη συμπόνια;
Το κύμα χαμογέλασε
και του είπε ένα μυστικό πέρα για
πέρα αληθινό:
Όταν ερχόμουνα κοντά, δήθεν να σε
«φροντίσω»,
είχα μαζί μου έναν κασμά για να
σε πελεκήσω.
Άνοιγα τρύπα βαθιά που τη σκέπαζα
με φύκια αλμυρά.
Σκύψε να δεις τη ρίζα σου που
είναι κούφια τώρα.
Βράχε δεν είσαι πια δυνατός,
γιατί έφτασε η ώρα.
Η ώρα που ο δούλος πια ξυπνά,
κρατώντας ψηλά το κεφάλι,
γιατί οι ταλαιπώριες του, τον
έκαναν λιοντάρι.
Ο βράχος αδιαφόρησε για την πικρή
αλήθεια
και είπε πια να κοιμηθεί στης
θάλασσας τα δίχτυα.
Μα δεν ήρθαν όνειρα γλυκά για να
τον εκοιμήσουν
μόνο κατάρες πολύ σκληρές για να
τον ανησυχήσουν.
Ταραγμένος κοιτά το κύμα, που
είναι μπροστά του
με τη μικροσκοπική θωριά του:
Ασήμαντο, αδύναμο τολμάς και
μιλάς
αντί σαν δούλος εμένα να
προσκυνάς;
Επειδή κρατάς δάφνης στεφάνι
νομίζεις ότι μπορείς να με
ξεκάνεις;
Άκου, λοιπόν και μάθε το και στο
μυαλό του βάλτο.
Είμαι από σένα πιο δυνατός
και δεν με φοβίζει ο δικός σου ο
αφρός.
-Βράχε, δεν είμαι πια σταγόνα στη
βροχή,
κουβαλάω κάτι δυνατό μες στη
ψυχή.
Βράχε το λένε ΕΚΔΙΚΗΣΗ.
Θυμάσαι τον πόνο που πότισε τη
καρδιά;
Τα παλληκάρια που χάθηκαν για τη
λευτεριά;
Πόσες ψυχές διαβήκαν του Άδη το
στενό,
αφήνοντας πίσω κάτι αγαπητό;
Θυμάσαι που με κοίταζαν σαν να
μην είχα αξία;
Θυμάμαι ακόμα το γέλιο τους και
τη πικρή ειρωνεία.
Μέριασε βράχε να διαβώ, τελείωσαν
τα πάντα.
Γίγαντας στέκω μπροστά σου, φόβο
δεν νοιώθω με τη θωριά σου.
Ο βράχος ακούγοντας το τέλος,
έχασε τη μιλιά του
και το κύμα αγρίεψε για να κάνει
τη δουλειά του.
Χτυπά τον βράχο με ορμή και
εκείνος υποφέρει,
χίλια κομμάτια γίνεται απ’ της
αδικίας το χέρι.
Όταν εκείνος χάθηκε, η θάλασσα
ημερεύει,
άσπρο, γαλάζιο απλώνεται, παντού
τη κυριεύει.
Λίνα Ρόκα
-Τι είναι η προσωποποίηση;Ποιο πρόσωπο είναι το κύμα και ποιος ο βράχος; Γνωρίζεται άλλες ιστορίες που συναντάμε αυτή τη λέξη;
-Ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών: Τα παιδιά χωρίζονται σε δυο ομάδες. Κάθε σωστή απάντηση κερδίζει μια μικρή ελληνική σημαία.
Ποιος ήταν δούλος;(βράχος, κύμα, άμμος)
Ο βράχος πως στεκόταν;(δειλός,περήφανος,φοβισμένος)
Το κύμα πως ήρθε κοντά στον βράχο;(μελανιασμένο, αδύνατο, πεινασμένο)
Οι αφροί του με τι ήταν γεμάτοι;(όπλα, θόρυβο, αίματα)
Με τι σκέπασε την τρύπα;(φύκια, άμμο, πετραδάκια)
Ποια λέξη φέρνει μαζί του το κύμα;(μίσος, εκδίκηση, αγάπη)
Τι χρώματα απλώθηκαν στη θάλασσα;(άσπρο-κόκκινο, άσπρο-μπλε, άσπρο-γαλάζιο)
Πως στέκεται το κύμα μπροστά στον βράχο;(σαν ήρωας, σαν γίγαντας, σαν θεριό) κλπ
Αν η απάντηση είναι σωστή ή λάθος επιβεβαιώνεται από τους αντίστοιχους στίχους που διαβάζονται.
Ποιος ήταν δούλος;(βράχος, κύμα, άμμος)
Ο βράχος πως στεκόταν;(δειλός,περήφανος,φοβισμένος)
Το κύμα πως ήρθε κοντά στον βράχο;(μελανιασμένο, αδύνατο, πεινασμένο)
Οι αφροί του με τι ήταν γεμάτοι;(όπλα, θόρυβο, αίματα)
Με τι σκέπασε την τρύπα;(φύκια, άμμο, πετραδάκια)
Ποια λέξη φέρνει μαζί του το κύμα;(μίσος, εκδίκηση, αγάπη)
Τι χρώματα απλώθηκαν στη θάλασσα;(άσπρο-κόκκινο, άσπρο-μπλε, άσπρο-γαλάζιο)
Πως στέκεται το κύμα μπροστά στον βράχο;(σαν ήρωας, σαν γίγαντας, σαν θεριό) κλπ
Αν η απάντηση είναι σωστή ή λάθος επιβεβαιώνεται από τους αντίστοιχους στίχους που διαβάζονται.
- Τοποθετώ σωστά τις κάρτες: Τα παιδιά ακούνε κομμάτι- κομμάτι το ποίημα και τοποθετούν τις κάρτες στη σωστή σειρά.
-Ας το παίξουμε: Ένα παιδί βράχος και ένα άλλο κύμα. Το ποίημα διαβάζεται αποσπασματικά και το θεατρικό δρώμενο ξεκινά.
Ο βράχος περήφανος
«Μέριασε, βράχε, να διαβώ!» το κύμα ανδρειωμένο
...μέρα και νύχτα σ'έσκαφτα τη σάρκα σου εδαγκούσα
Ολόγυρα του ονείρατα, κατάρες ανεμίζουν
Το κύμα στην ορμή του
εκαταπόντησε μεμιάς το κούφιο το κορμί του.
εκαταπόντησε μεμιάς το κούφιο το κορμί του.
Εδώ μέσα στα σπλάχνα μου, βλέπεις, δεν έχω φύκη,
σέρνω ένα σύγνεφο ψυχές, ερμιά και καταδίκη,
σέρνω ένα σύγνεφο ψυχές, ερμιά και καταδίκη,
ΤΕΛΕΙΟ!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήυπεροχο!συγχαρητηρια....
ΑπάντησηΔιαγραφή