ΓΙΑΤΙ ΚΑΠΟΙΟΙ ΚΟΙΜΟΥΝΤΑΙ ΒΑΘΙΑ.
Τι κι αν η φύση άπλωσε το λευκό της πανί!
Τι κι αν η αμυγδαλιά έχει ξελογιαστεί!
Όλα αυτά είναι αδιάφορα και μακρινά
σε κάποια όνειρα βαθιά.
Η φύση τώρα γύρω τους σιωπά
και η νύφη αμυγδαλιά μιλά ψιθυριστά.
-Όταν για σας, θα είναι μια "καινούργια αρχή", ΄
εγώ θα'χω βυθιστεί στη σιωπή.
Αυτό που για μένα είναι ζωή,
για σας είναι σκοτάδι και αποφυγή.
Ίσως κάπου, κάποτε τα πούμε από κοντά.
Ας είναι τα όνειρα σας γλυκά, στου χρόνου τη βαρυχειμωνιά.
Λ.Ρ
Μαζεύει και στρώνει στη σειρά, φύλλα ξερά:
Πατρόν ατομικής εργασίας:
Για να είναι το όνειρο, σαν ζάχαρη γλυκό,
έβαλαν κόπο αρκετό!
(εργασία με ξυλομπογιές, μαρκαδόρους και νερομπογιές)
- Έχω την αρχή, το τέλος σε μια ιστορία και συνθέτω με τη φαντασία: Ξεκίνησε η αφήγηση του παραμυθιού και δόθηκε το τέλος σε μορφή ομαδικής εργασίας που συμπληρώθηκε από τα παιδιά.
Κάπως έτσι:
Κάπου,
κάποιον χειμώνα…
Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα δάσος ζούσαν κάποια ζώα.
Καλοκαίρι ήταν και όλα ήταν υπέροχα και ζεστά. Τα ζώα παίζανε,
τρώγανε, διασκέδαζαν.
Ξαφνικά, δεν ξέρω ποιος το έκανε, έγινε το μεγάλο κακό. Έπιασε
φωτιά και τα ζώα φοβισμένα έτρεξαν στο ποτάμι να σωθούν.Μόλις βεβαιώθηκαν ότι
όλα σώθηκαν, άρχισαν να κοιτούν το ένα το άλλο. Μια απορία, στα μάτια όλων:
Τι κάνουμε τώρα;
Σε λίγο πλησιάζει ο χειμώνας; Που θα κοιμηθούμε;
(Η φαντασία των παιδιών δημιουργεί τη μέση του παραμυθιού…)
·
Να σκάψουν στο χώμα μια μεγάλη τρύπα.
·
Να βρουν ένα τεράστιο που δεν κάηκε
και να μπουν στη κουφάλα.
·
Ένα στάβλο, που δεν έχει ζώα και να
κοιμηθούν εκεί.
·
Σε μια σπηλιά όλα.
·
Να πάνε κοντά στη λιμνούλα και να
φτιάξουν ένα κρεβατάκι και
·
Σε ένα χωράφι βρήκαν ένα γεωργό και
του είπαν τι έπαθαν. Ο γεωργός τους πήρε στο σπίτι τους.
Ο γεωργός τους έδωσε ένα μεγάλο χωράφι για να φτιάξουν ένα σπίτι.
Επειδή ήταν πολλοί αποφάσισαν να φτιάξουν ένα ξενοδοχείο.
Η αρκούδα κουβάλησε πέτρες από το καμένο δάσος και το χωράφι. Ο
ασβός έφερε χώμα από έναν κήπο για να κάνουν λάσπη. Ο βάτραχος, νερό από τη
λίμνη για τη λάσπη.
Το φίδι και η σαύρα έχτισαν τις πέτρες και έφτιαξαν τον τοίχο. Το
σκιουράκι μάζεψε ξύλα και έφτιαξε τη σκεπή.
Η νυχτερίδα, που ήταν τεμπέλα, πετούσε δεξιά και αριστερά, χωρίς
να κάνει τίποτα. Που και που έδινε κάποια εντολή, για να κάνουν καλά το
χτίσιμο.
Δουλεύανε πολλές μέρες και κουράζονταν πολύ.
Η χελώνα, το σαλιγκάρι και ο σκαντζόχοιρος έψαχναν φαγητό, για να
φάνε όλοι.
Μαζεύανε φρούτα, καρύδια, μέλι από τις
αγριομέλισσες, βελανίδια, εντομάκια, σκουλήκια και ποντίκια.
Αποφάσισαν να φτιάξουν μια ποντικόπιτα για το
φίδι και τη σαύρα. Μια εντομόσουπα για τον βάτραχο. Μελόπιτα για την αρκούδα.
Καρύδια και βελανίδια για τον σκίουρο.
Μια μεγάλη φρουτοσαλάτα για όλους. Ο ασβός και
ο σκαντζόχοιρος έφαγαν απ’ όλα. Την νυχτερίδα την άφησαν νηστική, αφού ήταν
τεμπέλα. Μετά όμως η νυχτερίδα, που δεν ήθελε να βοηθήσει στο χτίσιμο,
κουβαλούσε τις βαλίτσες των ζώων στο ξενοδοχείο. Και μια μέρα πλακώθηκε από τις
βαλίτσες.
Το ξενοδοχείο το ονόμασαν «Τα φιλαράκια» και ζήσαν αυτά καλά κι
εμείς καλύτερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου